- σωματοφυλακία
- ἡ, Α[σωματοφύλαξ, -ακος]η ιδιότητα τού σωματοφύλακα, το να είναι κανείς σωματοφύλακας («κατὰ τὴν σωματοφυλακίαν προῆγεν αὐτὸν ἐντίμως», Διόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σωματοφυλάκια — σωματοφυλάκιον place where a body is guarded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοφυλακίας — σωματοφυλακίᾱς , σωματοφυλακία guarding the body fem acc pl σωματοφυλακίᾱς , σωματοφυλακία guarding the body fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοφυλακίαν — σωματοφυλακίᾱν , σωματοφυλακία guarding the body fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)